Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Τα Ορφικά Μυστήρια του Ολύμπου


 Του Νίκου Μαστροπαύλου
Ο τόπος έχει µνήµη, ειδικά αν είναι µυθικός, όπως ο Κάτω Όλυµπος. Και δεν είναι µόνο
η γειτονιά του πάνθεου της παλιάς θρησκείας γύρω από τον θρόνο του πατέρα τους, στην κορυφή, αλλά και το σεργιάνι του Ορφέα στα πόδια του θεϊκού βουνού, στο απίστευτα ατµοσφαιρικό και γοητευτικό άλσος των πλατανιών στα Λείβηθρα. Και εδώ, υπό το βλέµµα του Ξένιου Διός, που παρακολουθεί νυν και αεί ψηλά πάνω από τον θρόνο του, η ισχυρή µνήµη είναι η φιλοξενία. Οι Νύµφες και τα ξωτικά των νερών στα φαράγγια του Ενιπέα και του Ουρλιά, και των θαλερών δασών µε τα απίστευτα αυτή την εποχή χρώµατά τους, ρωτούν τους περαστικούς αν ζει ο Ξένιος Ζευς. Και η κυρία Πόπη µάς έλεγε κάποτε, καθισµένοι γύρω από τον σοφρά µπροστά στο τζάκι του ξενώνα Αγνάντι, στον Παλιό Παντελεήµονα, ότι ο ξένιος πατέρας των θεών ζει. Στο παλιό, παραδοσιακό, τραπέζι, η µητέρα δεν έτρωγε τη µερίδα της, όταν οι άλλοι απολάµβαναν το µετρηµένο, και γι' αυτό πολύτιµο, φαγητό που µαγείρεψε. Καρτερούσε µήπως φανεί κάποιος ξένος…

Στον Παλιό Παντελεήμονα αρωματίζει την ατμόσφαιρα της παρέας το τσίπουρο από κούμαρα. Αυτή την εποχή οι κουμαριές έχουν ακόμη πάνω τις φλογάτες, κατακόκκινες, πινελιές τους, που ανοίγουν απίθανα παράθυρα θέας για να δεις το κάστρο του Πλαταμώνα, καθώς ανεβαίνεις με φιδίσιες κινήσεις για το ατμοσφαιρικό παλιό χωριό. Κι όταν το βλέμμα σου αποσπαστεί από το τοπίο των κουμαριών και του κάστρου στο γαλάζιο φόντο του και στραφεί ίσια μπροστά του, θα ολοκληρώσει τον μαγικό κύκλο της Πιερίας, από το επίπεδο της θάλασσας, στο μεγαλύτερο υψόμετρο του ελληνικού χώρου, με ένα αδιάσπαστο βλέμμα.

Τώρα το βλέµµα χαϊδεύει τα σπίτια του Παλιού Παντελεήµονα, που µε φόντο τον θεϊκό Όλυµπο κυµατίζουν στη λοφογραµµή, άνθη της πέτρας, του ξύλου και του κεραµιδιού, φτιαγµένα τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Και ανάµεσά τους, όλα καµωµένα από τα ίδια φυσικά υλικά, η βρύση µε το αδιάκοπο µουρµούρισµά της που ταξιδεύει τα φύλλα του πλατάνου, η πλακόστρωτη πλατεία, η εκκλησιά. Και τα καλντερίµια µε τα πεσµένα φύλλα που θυσιάζονται για να φέρουν τον χειµώνα και µετά την άνοιξη, η οµίχλη που επελαύνει συχνά για να τυλίξει µε µυστήριο τον τόπο, τα σωριασµένα παντού, σε κάθε γωνιά, κοµµένα ξύλα. Τότε είναι που ψάχνεις ζεστασιές και αγκαλιές, του τζακιού ή της συντροφιάς, γύρω από µια κούπα τσάι του Ολύµπου ή ένα ποτηράκι µυρωδάτο τσίπουρο από κούµαρα. Όµως µην αναζητήσετε το καζάνι του Μιχάλη Χατζή για να δείτε αυτό το δάκρυ της χαράς να σταλάζει ηδονικά. Αυτή την εποχή τρυγούν τις κουµαριές και φυλάνε τα ώριµα κούµαρα σε βαρέλια να ζυµώνονται. Το καζάνι θα πάρει πάλι φωτιά τον Μάιο µόνο για τα κούµαρα…

Οι ζεστασιές, οι αγκαλιές, ο έρωτας. Ούτε οι θεοί των Ελλήνων δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτόν. Ειδικά αυτοί. Ούτε ο πατέρας τους - κυρίως αυτός - και σχεδίαζαν πάνω στη Γη την πορεία του, τα τοπία του, με ένα κλαδάκι δάφνης ή πλάτανου. Εννέα ημέρες έρωτα του Δία με τη Μνημοσύνη, γέννησαν τις Μούσες, και μία από αυτές, η Καλλιόπη, έφερε στον κόσμο τον Ορφέα, στα Λείβηθρα, σε μια σπηλιά, στους χαμηλούς λόφους, στα πόδια του Ολύμπου, εκεί που συναντά ο Κάτω Όλυμπος το μυθικό βουνό. Και ο μουσικός Ορφέας δέθηκε για πάντα με τις Μούσες. Για τον έρωτα οι αθάνατοι και οι θνητοί μπορούν να κάνουν τα πάντα. Ο Ορφέας κατέβηκε στον ‘Αδη για να βρει την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Κανείς άλλος, για κανέναν άλλον λόγο, δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό.

Κι εκεί συµβαίνει η αποκάλυψη µιας γωνίας των Ορφικών Μυστηρίων. Χάνεσαι µέσα στους κορµούς των πλατάνων που µοιάζουν να ελίσσονται προς τον θρόνο του Δία και τον ουρανό, και να χορεύουν έναν µυστηριώδη, άγνωστο χορό. Πολύ δυνατό τοπίο και απίστευτα φορτισµένο. Τώρα το εξερευνούν οι αρχαιολόγοι και σκάβουν βαθιά µέσα του. Οι ειδήσεις που έρχονται από τα παλιά, όπως τις καταγράφει η Εφη Πουλάκη-Παντερµαλή, λένε ότι τα όρη που αποκαλούνται «Λειβήθρων άκρα κάρηνα» στα Αργοναυτικά του Ορφέως, πιθανότατα ταυτίζονται µε τις κορυφογραµµές των ορεινών πτυχών που ξεδιπλώνονται στη σύγκλιση Ανω και Κάτω Ολύµπου. Στη βαθιά λεκάνη της σύγκλισης των δύο Ολύµπων, οι αλλεπάλληλες ορεινές πτυχές οδηγούν υδάτινους δρόµους γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο, όπου συµβάλλουν σε κοινή κοίτη και δηµιουργούν τη Ζηλιάνα, τον χείµαρρο που έχει τη φήµη του πιο καταστροφικού του µυθικού βουνού. Το τοπίο - αν και δυνατά υποβλητικό - διαχέει τρυφερότητα και αισθησιασµό.

Η τρυφερότητα του Ορφέα, η µουσική του, ο έρωτάς του µε την Ευρυδίκη, δεν συγκίνησαν τις Μαινάδες της Πιερίας, τις «Βάκχες», όπως τις σκηνοθέτησε ο Ευριπίδης και τις παρουσίασε για πρώτη φορά στο θέατρο του Δίου. Τα µυστήριά του προκάλεσαν τη µήνιν τους και έβαψαν τα χέρια τους µε το αίµα του. Μετά τα ξέπλυναν στο κρυστάλλινο νερό του ποταµού Ελικώνα, ο οποίος δεν θέλησε να ξεπλύνει το άγριο φονικό και ζήτησε από τη γη να ανοίξει και να τον καταπιεί. Βγήκε ξανά στην επιφάνεια ως Βαφύρας, µέσα στην ιερή πόλη των µακεδόνων βασιλέων, στην οποία θυσίαζαν στους θεούς πριν από κάθε εκστρατεία τους. Το αρχαιολογικό πάρκο του Δίου είναι πάντα ο τόπος του πιο γοητευτικού περιπάτου στο παρελθόν. Αλλά και το φαράγγι του Ουρλιά, µερικά χιλιόµετρα πιο πάνω, µέσα στους πρόποδες του Ολύµπου, δεν θυµίζει φονικά, τραγωδίες και αίµατα. Ειδυλλιακοί καταρράκτες, τρεις διαδοχικοί, οι δύο δίπλα στον αµαξιτό δρόµο, µουρµουρίζουν µια χαρούµενη µουσική που λες και βγαίνει από τη λύρα του Ορφέα, όταν ακόµη την κρατούσε ο ίδιος και την άγγιζε µε τα δάχτυλά του, που φαίνεται πως µε αυτά τα ίδια ακροδάχτυλα ακούµπησε και ευλόγησε και το τοπίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου